ψυχοκινητικός

ψυχοκινητικός
ruhdevimsel

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψυχοκινητικός — ή, ό, Ν 1. (ιατρ. φυσιολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην απαρτίωση, την αλληλεπίδραση και την ωρίμαση τών συνεργιών και τών συνδυασμών τών κινητικών και ψυχικών λειτουργιών 2. (στην παραψυχολογία) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”